- θερμογράφος
- Όργανο για τη συνεχή καταγραφή της θερμοκρασίας του αέρα, του νερού κλπ. Το ευαίσθητο στοιχείο του μπορεί να είναι διμεταλλικό έλασμα, θερμόμετρο υγρού ή θερμόμετρο ηλεκτρικής αντίστασης. Στη μετεωρολογία χρησιμοποιείται ευρύτατα θ. με ευαίσθητο στοιχείο, που αποτελείται από ένα κυρτό διμεταλλικό έλασμα, τους μοχλούς μετάδοσης, τον δείκτη και ένα τύμπανο. Το έλασμα παραμορφώνεται, όταν η θερμοκρασία μεταβάλλεται και η μετακίνηση του άκρου του μεταδίδεται στον δείκτη, ο οποίος χαράζει μία καμπύλη στη διαβαθμισμένη ταινία. Ανάλογα με τη χρονική διάρκεια που απαιτείται για την πλήρη περιστροφή, του τυμπάνου, οι θ. διαιρούνται σε θ. ενός ημερονυκτίου και θ. μίας εβδομάδας. O έλεγχός τους πραγματοποιείται με υδραργυρικό θερμόμετρο.
* * *οαυτογραφικό θερμόμετρο, δηλαδή θερμόμετρο που καταγράφει συνεχώς και αυτομάτως τη θερμοκρασία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermograph < thermo- (πρβλ. θερμ[ο]-*) + -graph (πρβλ. -γράφος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.